ΚΑΝΤΕ ΚΛΙΚ ΣΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ ΓΙΑ ΝΑ ΕΠΙΣΚΕΦΘΕΙΤΕ ΤΟ OFFICIAL SITE ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΛΙΑΝΤΙΝΗ ΤΟ liantinis.gr




Η ΚΥΚΛΩΠΕΙΑ ΤΟΥ ΛΙΑΝΤΙΝΗ

ΚΥΚΛΩΠΕΙΑ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΚΥΚΛΩΠΕΙΑ ΤΗΣ ΓΚΕΜΜΑΣ ΤΟΥ ΛΙΑΝΤΙΝΗ

(Ανέκδοτο κείμενο του Δημήτρη Λιαντίνη)

Η όποια ανθρώπινη πράξη, το να κοσμήσει λογουχάρη ο Φειδίας τον Παρθενώνα, το να πολεμήσει ο Καραϊσκάκης στην Αράχωβα, το να γράψει την Κλειώ ο Ηρόδοτος ή να ανακαλύψει ο Γαλιλαίος το δορυφόρο Γανυμήδη στον πλανήτη Δία, είναι και μια κυκλώπεια νικητήρια. Είναι μια δοκιμασία της ανθρώπινης ύπαρξης σοβαρή και άγρια μέχρι θανάτου.

Αν επιτύχουμε, έχει καλώς. Γιατί στην επίθεση σταθήκαμε, και δε μας πήραν τα πίσω. Καταπαλαίψαμε τον Πολύφημο. Εσώσαμε να επιβιώσουμε πάλι. Και ετοιμαζόμαστε για το καινούργιο μελλούμενο. Το σκοτεινό και το άσπονδο.

Αν όμως αποτύχουμε κακώς. Γιατί δύο δύο πηγαίνουμε σαν τους άτυχους συντρόφους του Οδυσσέα στον Άδη. Το τέρας μας καταπίνει. Κι απέ, κάθεται και ξερνά τα κομμάτια μας μέσα σε μεθύσι τυφλό, σε χολή και σε ρεψίματα. Τα ξερατά του Πολύφημου είναι αυτό που το λέμε αλλιώς: το εντάφιο πανηγύρι των σκουλήκων. Ωσάν αποθάνετε, έχετε ζητήσει να σας κάψουν, για να μη σας ξεράσει ο Κύκλωπας.

Η Κυκλώπεια μας παραγγέλνει πως η κάθε μας πράξη είναι μια επιχείρηση μέχρι θανάτου. Πως κάθε φορά που ξεκινάμε ένα έργο, γίνεται ο καθένας κι από ένας μικρός δόκιμος ήρωας. Ένας πυγμαίος Ηρακλής, αλλά Ηρακλής. Και κυρίως αυτό, πως πριν την πράξη δεν υπάρχουμε.
............................................................................................................................

Όταν όμως αδράξουμε κρατερά στα χέρια το προσωπικό μας δράμα˙ όταν η εξυπνάδα και η φρόνηση κρατήσουν στους όρους του παιγνιδιού˙ όταν σταθούμε στα σύνορα του ανθρώπινου μέτρου με γνώση και με πειθαρχία και με εμμονή και με κόπο, τότε θα γίνει ο τρόπος να φτάσουμε στο νικητήριο τέλος. Και εκείνη είναι η στιγμή που ιδρύσαμε τον εαυτό μας.

Η παρουσία μας δηλαδή μέσα στον καιρό και στον κόπο γίνεται πράμα στέρεο. Εκεί που πρώτα ήταν διανόημα, αφάνεια, και αγέρας. Τώρα αποχτάμε το όνομα. Η πράξη μάς δημιουργεί, και η πράξη μάς ονομάζει.

Ο Οδυσσέας αναμετρήθηκε με τον Κύκλωπα. Και σαν αφήκε πίσω του την εμπειρία της θανάσιμης δοκιμασίας, είδε να ανεβαίνει μπροστά του το ουράνιο τόξο της νίκης. Να ρίχνει τα θεμέλια της στα νερά, και να στεφανώνει το θαλασσινό ταξίδι του. Ο ήρωας ντυμένος τα κόκκινα περνά από κάτου, σαν από αψίδα θριάμβου. Είναι η στιγμή που ημπορεί να φωνάξει το όνομά του. Τώρα το αποκτά φυσικά και αναγκαία. Το δημιούργημα, η πράξη του, όπως η πεδιάδα έχτισε τον Όλυμπο, και η θάλασσα γέννησε την Κρήτη.

Έι Πολύφημε, άτσαλε και χάχα,

αν ποτέ σε ρωτήσουνε ποτές ποιος σε τύφλωσε,

να ειπείς ο Οδυσσέας. Ο καστροκαταλύτης.


Δημήτρης Λιαντίνης




Κι αξίζει εδώ να παραθέσουμε και βίντεο με το Δημήτρη Λιαντίνη να μιλά για την Κυκλώπεια κατά τη διάρκεια της διάλεξης που έδωσε στα 1997 με τίτλο "Η φιλοσοφική θεώρηση του θανάτου". Να τον ακούσουμε τον ίδιο να λέει την απάντηση του Οδυσσέα στον Πολύφημο:



Εδώ ο Λιαντίνης παρουσιάζει όσα έχει γράψει στο κύκνειο άσμα του, τη Γκέμμα, στο κεφάλαιο ΚΥΚΛΩΠΕΙΑ. Κι αξίζει βέβαια να μελετήσει κάποιος (προσέξτε, λέμε κάποιος κι όχι "κανείς", που ειδικά στην περίπτωση που μιλάμε για την Κυκλώπεια θα ήταν μέγα λάθος) και το κεφάλαιο από τη Γκέμμα. Παραθέτουμε ένα απόσπασμα από το κεφάλαιο αυτό, εκείνο ακριβώς που μιλάει για τη συνάντηση του Οδυσσέα μα τον Κύκλωπα. Τονίζουμε όμως πως η κατανόηση του αποσπάσματος συνδέεται άμεσα με όσα προηγούνται ως προλόγισμα...


ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΥΚΛΩΠΕΙΑ ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΛΙΑΝΤΙΝΗ (Γκέμμα, σελ. 96 - 101 )

Όταν ο Οδυσσέας έφτασε στο νησί του κύκλωπα Πολύφημου, έμελλε να ζήσει μια περιπέτεια φρίκης που δεν είχε το όμοιο της.

Καθότανε και κοίταζε ετούτον το θηριάνθρωπο, πού 'χε στη μέση το κούτελο ένα μάτι σα μαύρο φεγγάρι . Περιδιάβαζε την ατέλειωτη κατεβασιά της κεφαλής του, και τις ζαρωματιές της που κατέβαιναν σα ρέματα, και πάσχιζε να τηνε ξεχωρίσει από τους γύρω βράχους. Έκανε να κοιτάξει τα δέρματα των αυτιών του, και κατέβαζε τα μάτια σαν δαρμένο σκυλί. Κι όταν άνοιγε το στόμα του, όταν άνοιγε εκείνον τον καιάδα, χασμουρητά ρινόκερου και κροκόδειλου τον έκαναν να πισωπατά.

Αλλά σαν είδε σε λίγο το γιγάντιο εκτόπισμα ν' αρπάζει τα συντρόφια του δύο δύο, να τα χτυπά στην πέτρα σαν κουτάβια, να συντρίβουνται και να καταρρέουν τα κόκαλα τους με το σαλαγητό σπιτιού που θρουβαλιάζεται συθέμελο. σαν είδε να ρουφάει από το σπασμένο κρανίο τα μυαλά τους, σα νά 'πινε το γάλα καρύδας, τότε... Ε' τότε ήταν που του λύθηκαν τα μέλη. Χέρια, πόδια, μυαλό, γλώσσα, νεύρα, τά 'χασε ούλα. Και τα δόντια του να χτυπάνε σα βουρλισμένα κρόταλα.

- Τωώρα... βατάρισε. Τώρα ούτε η Αθηνά δε με σώνει. Ζάρωσε απόμακρα, καθότανε, και περίμενε χωρίς να περιμένει.

Και το μάτι του Κύκλωπα να λουχτουκιά ανάμεσα στα τσίνορα από φύλλα φραγκοσυκιάς. Και το στόμα του, λαγκάδα σκοτεινή, να ξερνοβολά ογκανητά, ερευγμούς, ανθρώπινα κρέατα και κρασιά.

- Ποσειδώνα μου, η χάρη σου. Τι πήγες και γέννησες! τραύλισε. Με ποια δράκαινα έσμιξες και τό 'καμες ετούτο το αμπλάκημα; Ετούτο το κολοσσαίον πανικού;

Εκοίταζε πολλή ώρα, και συλλογιότανε πάλι.

- Κι ακούς εκεί; Να τονε λένε Πολύφημο! Εξακουστό, δηλαδή, και φημισμένο στο ντουνιά. Αυτό δεν είναι όνομα, μπόγια μου. Αυτό είναι ο ανθός των ονομάτων. Σαν όλους τους δοξασμένους ανθρώπους της εποχής μου. Που τους ακούει ο κόσμος στα ράδια και στις εφημερίδες. Το όνομα του είναι τίτλος και κατάθεση της φήμης και της δόξας.

Ετότες ήταν που βρήκε το δικό του όνομα. Από ψυχολογία φόβου και εναντίωσης τού 'ρθε η έμπνευση για το δικό του όνομα, που θά 'λεγε στον Κύκλωπα, εάν τον ερωτούσε. Αφού αυτός είναι το άπαντο της φήμης, εγώ θα είμαι το τίποτα .

Εκεί τον εξεχώρισε ο Κύκλωπας ανάμεσα στο παραλοϊσμένο κοπάδι των συντρόφων του. Και τον ερώτησε.

- Και πώς σε λένε εσένα, λεβέντη μου; Που 'σαι και τσιρβελής.

Ο Οδυσσέας μάτιασε καρσί το χαλκωματένιο ταψί της μουσούδας του Κύκλωπα και αποκρίθηκε.

- Κανένα. Κανένα με φωνάζουνε, Κύκλωπα, η μάνα κι ο πατέρας μου, κι όλοι μου οι συντρόφοι.

Ούτις εμοί γ' όνομα. Ούτιν δέ με κικλήσκουσι
μήτηρ ηδέ πατήρ ήδ' άλλοι πάντες εταίροι.


Ο Κύκλωπας εγέλασε με τη σαγόνα, με τις πλάτες, και με την παραυτίδα του.

- Όνομα και τούτο. Ακούς Κανένας! Μα κι ο βλάκας στους βλάκες να ήσουνε, καημένε, κι ο βασιλιάς των ποντικών, θά 'χες ένα όνομα της προκοπής.

Ύστερα τα πράγματα επήρανε κατεβασιά ορυμαγδού. Ο Οδυσσέας έβλεπε και μέτραε. Μια βραδυά δύο συντρόφοι. Δύο βραδυές τέσσερες συντρόφοι. Τρεις βραδυές έξι συντρόφοι. Και τελευταίος εγώ, απόσωσε αχνός σαν την άχνα. Έτσι μου είπε.

Σαν τους αμερικανούς τό ‘μοιασα, όταν σκαρώνανε «τον πόλεμο των άστρων», συλλογίστηκε πικρόχολα. Θα ιδούμε στο τελεβίζιο όλο τον πλανήτη να γίνεται παρανάλωμα του πυρός, θα ευφρανθεί η ψυχή μας θέαμα, θα φωνάξουμε: ωραία! κι ύστερα θα πεθάνουμε κι εμείς. Τελευταίοι και με εικόνα.

Τότες ήρθε ο καιρός, για να μπει στο μυαλό του η Αθηνά. Ο καιρός, με την έννοια που το λέγανε οι έλληνες. Η κατάλληλη στιγμή, που αλλίμονό σου αν την αφήκεις και προσπεράσει.

Γιατί βρέθηκε σ’ εκείνη την πίεση, που έπρεπε να συμπιεστεί το ασυμπίεστο. Να στιφτεί το μάρμαρο.

Έτσι άρχισε ο μεγάλος αγώνας του Οδυσσέα. Ο μεγάλος αγώνας, ο Kampf, η μια από τις τέσσερες οριακές καταστάσεις του ανθρώπου, που λένε στη Φιλοσοφία της Ύπαρξης. Αλλά μήπως δεν το λέει κι ο Πλάτων; Ένθα δη πόνος τε και αγών έσχατος ψυχή πρόκειται.

Το μυαλό του εγίνηκε εκείνη η χιονοστιβάδα από τα δέκα χιλιάδες άρματα του Κόνιεφ και του Ζούκωφ, που εκατέβαιναν και ισοπέδωναν τα όρη.

Κουβαλάει το δυνατό κρασί από τα ασκιά・ μεθάει κουνουπίδι τον Κύκλωπα. περιμένει να βουλιάξει στον υδράργυρο του ύπνου. ξύνει με το μπαλταδάκι κοφτερά τη μύτη του παλουκιού・ τι παλούκι, δηλαδή, αυτό ήταν ολόκληρο κατάρτι. και ύστερα το καίει στη φωτιά.

Κι όταν ο Πολύφημος ξερνοβολά και ροχαλίζει, σα να κατρακυλάνε στη ροβόλα δέντρα ξερριζωμένα και χαλικωσιές, του το μπήγει στο μάτι μ' ένα ουααά! που το παλούκι έφτασε ως το μυαλό. Έτσι έκαμε τον κόκλη καίκο. Το μονόφθαλμο τυφλό.

Άχνιζε και καιγότανε και τσιτσίριζε το ξύλο και η σάρκα. Και η γλήνα του ασπραδιού περέχυνε ολάκερη την προσκαμουσιά του ανθρωποφάγου.

Ακκούμπησε στην άκρη της σπηλιάς ξεπνοημένος.

- Ούτε για να κυριέψω την Τροία δεν ίδρωσα τόσο! απόσωσε.

Και σαν μέρωσε η μέρα και χάραξε η αυγή, γατζώνεται αυτός και το κάθε συντρόφι ένα κριάρι στην κοιλιά, και ξαναβγαίνουν στο φως από τη γούφα της φοβερής κλεισμάρας. Σα να ξαναβγήκαν από την κόλαση. Όπως θα ιστορήσει σε μια παρακατιανή ραψωδία, τη Νέκυια.

Ο Κύκλωπας σκούζει, τινάζεται, βλαστημά, σπαρταράει. Χτυπιέται και παραγουλιάζεται απάνω στους βράχους, σαν ένα πελώριο χταπόδι, που μόνο ο πατέρας του με την τρίαινα θα δύνοταν να καμακώσει.

Ο Οδυσσέας δύο λιθοπέτια μακρυά, καβάλα στο καράβι του, σα νά 'τανε καβάλα στην ευνή της Κίρκης, γυρίζει και κοιτάει στο νησί. Βλέπει το μόστρο να ασπαίρεται, και με τις οιμωγές και τις βλαστήμιες του να ξεγδέρνει στα τυφλά τους δεκαέξι αέρηδες. Βάζει τότε τις δύο απαλάμες στο στόμα χωνί, και του φωνάζει.

- Εεεέ, Πολύφημε. Άτσαλε και χάχα! Αν σε ρωτήσουνε ποτές, ποιος σου πούλησε την άγρια τυφλομάρα στο φεγγί σου, που ένα τό 'χες και κείνο όρτσα, να τους ειπείς ο Οδυσσέας. Ο γιος του Λαέρτη. Ο καστροκαταλύτης...

Κύκλωψ, αι κέν τίς σε καταθνητών ανθρώπων
οφθαλμού είρηται αεικελίην αλαωτύν
φάσθαι Οδυσσήα πτολιπόρθιον εξαλαώσαι.


Την περιπέτεια την άρχισε ο Κανένας και την ετελείωσε ο Οδυσσέας. Η ιστορία αυτή στο νησί του Κύκλωπα είναι η ζωή του καθένα μας. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, ο κάθε άνθρωπος του μέλεται να ζήσει τη δική του Κυκλώπεια. Είτε στο ρόλο του Οδυσσέα, είτε στο ρόλο των συντρόφων. Όχι βέβαια του Κύκλωπα. Γιατί ο Κύκλωπας είναι ο λόγος της φύσης και ο ορισμός της μοίρας μας.

Ξεκινάμε τη ζωή μας ανυπόστατοι, αδοκίμαστοι, ανύπαρκτοι, ανώνυμοι. Ξεκινάμε μέσα στην οντολογική λήθη, και μέσα στην αδιαφανή ομίχλη της μέριμνας. Αυτή μας παλεύει, να μη δέσουμε δεσμούς συναγωγούς φιλίας με τη βαθύτερη ουσία της ύπαρξης μας. Ο καθένας μας ξεκινά με το όνομα Κ α ν έ ν α ς.

Αν ξεφύγουμε ετούτη την πανίσχυρη βαρυτική δύναμη, που μας τη φόρτωσαν οι θεοί, ο Δίας η Μέριμνα η Γη, φενάκη και δόλωμα, για να μη νιώθουμε άκοπα και χάρισμα το πολύτιμο νόημα της ίδιας της ζωής μας・ αν φτάσουμε να πληρώσουμε το ακριβό λύτρο που αξιώνει η φύση και η ουσία της ανθρώπινης μοίρας μας・ αν αλλάξουμε το μουσικό μας τρόπο, πηδώντας από τον απλοϊκά υποστασιακό στον αυθεντικά υπαρκτικό άνθρωπο, από τη φλογέρα του βοσκού στο φλάουτο του Μότσαρτ (Zauberflote), από το Man στην Existenz, από το Ούτις στο Οδυσσέας・ αν γίνει να κινήσουμε λειτουργικά τη διαλεκτική μας σχέση με το πρόβλημα της ουσίας και του βάθους της ζωής μας・ αν περπατήσουμε το βραχύ μας βίο έξυπνοι και εγρήγοροι, και όχι κοιμισμένοι και νεκροί που σαλαγιούνται σαν πρόβατα στο Γιοφύρι της Λόντρας ή στην οδό Πανεπιστημίου,
τότες έχουμε νικήσει το φοβερό Κύκλωπα και τη φυλακή της σπηλιάς του. Ελαξουργήσαμε την άμορφη και άσχημη πέτρα του Κανένας, και μέσα από το σκοτάδι της ανεβάσαμε στο φως τον άνθρωπο με όνομα. Ένα άγαλμα ορατό και ωραίο ωσάν το Δορυφόρο του Πολύκλειτου.

Ποιοι είναι οι σύντροφοι του Οδυσσέα; Είναι εκείνοι που ο καθένας τους είναι ένας Κανένας, και Κανένας θα μείνει. Μας είναι και θα μας μείνουν τόσο άφαντοι και άγνωστοι όσο και οι κάτοικοι του Λάγκος και της Μοζαμβίκης σήμερα, ή οι κάτοικοι της Σκυθίας και της Βαιτικής εχθές.

Οι σύντροφοι του Οδυσσέα είναι κάποιοι «ομογενείς», κατά την πονεμένη έκφραση του Μυριβήλη, που έζησαν στο χωριό και στον καιρό του Σολωμού, του Καποδίστρια, του Βενιζέλου, του Καβάφη, και όποιου άλλου μεγάλου και τιμημένα επώνυμου. Είναι οι χιλιάδες και μυριάδες άνθρωποι που έζησαν και βουλιάξανε άγνωστοι και ανώνυμοι για μας στην άπειρη λήθη του σύμπαντος.

Όμοια, όπως εβούλιαξε ο παπούς του παπού μου και η γιαγιά της γιαγιάς μου. Γνωρίζεις, τίμιε αναγνώστη, να μου ειπείς ποιο ήταν το όνομα της γιαγιάς της γιαγιάς σου; Την εσκέφθηκες ποτέ σου έστω και μία φορά; Που ημπορεί να ήταν έμορφη, σαν τη Μπαλατσινού! Πού το ξέρεις;

Ο Σολωμός όμως και ο Κολοκοτρώνης, ο Βενιζέλος ο Κάλβος, και οι άλλοι μεγάλοι και τίμιοι επώνυμοι είναι ο Κανένας που ενίκησε τον κύκλωπα της Μέριμνας, και καταστάθηκε να γίνει ο ένας με τ’ όνομα.

Είναι οι άνθρωποι, που, ένας ένας στο πόστο του, εκάμανε τον αγώνα και ζήσανε την αγωνία, που έκαμε και έζησε στην αρχή της Κυκλώπειας ο Κανένας, για να γίνει στο τέλος ο Οδυσσέας.

Δρόμος, ε!

Από τη Γκέμμα του Δημήτρη Λιαντίνη, κεφάλαιο Κυκλώπεια, σελ. 96 - 101

Η τριπλή αυτή αναφορά στην Κυκλώπεια του Δημήτρη Λιαντίνη, μέσα από το ανέκδοτο κείμενο που δημοσιεύσαμε στην αρχή, το βίντεο με το απόσπασμα της διάλεξής τους και το απόσπασμα από το βιβλίο του "Γκέμμα", επιτρέπει στους μελετητές του έργου και της φιλοσοφίας του όχι μόνο να μελετήσουν την ίδια την Κυκλώπεια μέσα από πολλούς δρόμους, μα και τον ίδιο το δημιουργό Λιαντίνη.

Ξέρουμε ότι πολλοί άνθρωποι που έχουν γοητευτεί από το Λιαντίνη περιορίζονται να τον προσεγγίζουν μέσα από διάφορα βίντεο που έχουν κατακλύσει το διαδίκτυο. Αυτό από μόνο του δεν είναι κακό. Ειδικά όταν ο Λιαντίνης ανάμεσα στα άλλα του χαρίσματα ήταν διέθετε και απαράμιλλη ρητορική δεινότητα αλλά και "σκηνική" παρουσία αντάξια μεγάλου ηθοποιού. Αν όμως μείνει κάποιος στα βίντεο και μόνο, θα χαραμίσει το συγγραφέα και το στοχαστή. Καθαρές κουβέντες, είτε αρέσουν σε κάποιους, είτε όχι. Αλλιώς να αρχίσουμε να στενοχωριόμαστε που ο Λιαντίνης τελικά δεν πήγε στην Αμέρικα, να συναντήσει τον αδερφό του, και έχασε το Χόλιγουντ έναν ακόμη πρωταγωνιστή...

Ο Λιαντίνης, θυμίζω, προτίμησε να πάει στη Γερμανία. Και να περπατήσει στους δρόμους του Νίτσε. Να σκαρφαλώσει στις δικές του κορφούλες και να αλώσει τα κάστρα του... Έτσι το θέλησε η δική του Οδύσσεια. Και βρίσκω μάλιστα αφορμή εδώ να τονίσω πως το απόσπασμα από το ανέκδοτο έργο του για την Κυκλώπεια, ανέβηκε στο φόρουμ με τον τίτλο:

ΛΙΑΝΤΙΝΗΣ: Νάξερες τι Οδυσσέας είμαι εγώ Λου μου!


Η φράση "Νάξερες τι Οδυσσέας είμαι εγώ, Λου μου!" έχει προέλευση τις μαρτυρίες για την προσωπική ζωή του Λιαντίνη και είναι μια φράση που αρεσκόταν να λέγει και να επαναλαμβάνει στη γυναίκα του, τη Λου του.

Ο Λιαντίνης όμως δεν ήταν μόνο Οδυσσέας αλλά και κατ' επανάληψη στο έργο του μας μυεί για το ποιος είναι ο Οδυσσέας. Βρίσκει αφορμή σε όλα σχεδόν τα βιβλία του να το κάνει. Στη Γκέμμα βέβαια του αφιερώνει ολόκληρα κεφάλαια μα δεν είναι λίγα όσα γράφει και στο Νηφομανή. Αν δεν τα διαβάσεις όλα αυτά, και δε σεβαστείς την οδηγία του Λιαντίνη για μελέτη από το Άγιο Πρωτότυπο και μάλιστα από εξώφυλλο σε εξώφυλλο, είναι αδύνατον να προσεγγίσεις πραγματικά το Λιαντίνη. Μένεις ένας άτσαλος και χάχας οπαδός και ενίοτε κολλάς και το μικρόβιο να τον μιμείσαι. Το μικρόβιο που ο ίδιος ο Λιαντίνης του είχε δώσει και όνομα: "Λιαντινίαση".

Και ξέρω δυστυχώς ανθρώπους που έχουν υποστεί βαριά προσβολή από Λιαντινίαση. Σε σημείο που να κουνάνε τα χέρια τους σαν το Λιαντίνη, να αλλάζουν το ηχόχρωμα της φωνής τους, να αναζητούν ως και τι τσιγάρα κάπνιζε ο Λιαντίνης να καπνίσουν κι εκείνοι τα ίδια. Μάλιστα κάποτε γνώρισα και κάποιον που το έλεγε και το εννοούσε ότι είναι ο γιος του Λιαντίνη! Τρελά πράγματα που άλλο να τα διαβάζεις και άλλο να τα βλέπεις και να τα ακούς.

Προσοχή, αγαπητοί μου φίλοι. Προσοχή στον επίλογο της Κυκλώπειας. Εκεί που ο Δάσκαλος μιλάει για τους συντρόφους του Οδυσσέα. Ο Λιαντίνης ποτέ δε ζήτησε από "κανέναν" να γίνει Λιαντίνης, να γίνει έστω οπαδός του. Ακριβώς το αντίθετο μας άφησε, ακολουθώντας το παράδειγμα του Νίτσε. Το δικό μας δρόμο να ακολουθήσουμε ο καθένας. Και στο μέτρο που μας τάχθηκε και στο πόστο που μας ορίστηκε να γίνουμε από κανένας άνθρωπος με όνομα. Αυτός είναι ο δρόμος. Ο δρόμος του Λιαντίνη. Η προσωπική Κυκλώπεια για κάθε άνθρωπο που θέλει να ξεφύγει το τέρας...

Επιπλέον, να το πούμε κι αυτό, δε ζήτησε ο Λιαντίνης από κανέναν να ασχοληθεί με το πώς πέθανε ο Λιαντίνης, αν αυτοκτόνησε και άλλα αστυνομικά, ιατροδικαστικά και "αγκαθακριστικά" έργα. Με το δικό μας προσωπικό θάνατο να ασχοληθούμε! αυτό λέγει ο Λιαντίνης πως αποτελεί και συνιστά φιλοσοφία. Μπορούμε; Αντέχουμε να το κάνουμε; Ή είναι πιο εύκολο και διασκεδαστικό να το παίζουμε Ηρακλής Πουαρό; Κι έχω την εντύπωση πως ο πονηρός Λάκων αυτό ήθελε και αυτό να προειδοποιήσει με την αναφορά στο τελευταίο γράμμα στο παιδί του για κάποιον Ηρακλή... Ήξερε ο Λιαντίνης τι θα επακολουθήσει. Πώς θα τρέχουν ξωπίσω του διάφοροι να αποδείξουν ετούτο και το άλλο. Κι ας έγραψε ο ίδιος στη Γκέμμα πως "Αίνιγμα και Δώρο" θα μείνει η εξαφάνισή του.

Κι ως πραγματικός Οδυσσέας πήρε τα μέτρα του. Τα στρατηγήματά του, όπως τα αποκαλούσε. Να μην τον καταπιεί η αβυσσαλέα και άρρωστη περιέργεια του όχλου. Να απομακρύνει όλους εκείνους που ουδεμία σχέση είχαν με τη δική του φιλοσοφία και μόνο ζημιά μπορούσαν να κάνουν στη διάδοση της αλήθειας του έργου του. Χαρακτηριστικό το απόσπασμα από τη Γκέμμα που αναφέρεται στον Ιησού και τους χριστιανούς. Θυμάστε τι λέγει εκεί ο ίδιος ο Ιησούς στους οπαδούς του; Ε, λοιπόν, ο Λιαντίνης είναι εκεί που μιλά. Και τα λέει προς τον καθένα που θα θελήσει να το παίξει οπαδός του Λιαντίνη. Προσοχή, ξαναλέω, μην αυτοθέλητα βρεθείτε στη θέση να σας αφορούν κι εσάς αυτά του τα λόγια.

Τι λέγει εκεί ο Ιησούς δια χειρός Λιαντίνη; Όποιος θέλει να ακολουθήσει το δρόμο του, να φορτωθεί το δικό του σταυρό. Άλλο πέρασμα δεν υπάρχει! Τα ίδια δηλαδή που διδάσκει και η Κυκλώπεια. Να πάψεις να είσαι σύντροφος και να γίνεις ο ίδιος Οδυσσέας. Αλλιώς Ιθάκη δε φτάνεις.

Και εν αρχή ην η πράξις. Βασική αρχή και αυτό στη φιλοσοφία Λιαντίνη:

"Η Κυκλώπεια μας παραγγέλνει πως η κάθε μας πράξη είναι μια επιχείρηση μέχρι θανάτου. Πως κάθε φορά που ξεκινάμε ένα έργο, γίνεται ο καθένας κι από ένας μικρός δόκιμος ήρωας. Ένας πυγμαίος Ηρακλής, αλλά Ηρακλής. Και κυρίως αυτό, πως πριν την πράξη δεν υπάρχουμε."

Μόνο που πράξις δεν είναι να ξαπλώνεις μπροστά στον υπολογιστή και να βλέπεις βίντεο του Λιαντίνη... Ούτε καν να μελετάς τα βιβλία του από εξώφυλλο σε εξώφυλλο. Πράξη θα πει η ίδια η ζωή σου, η στάση ολόκληρη, να αλλάξει. Να ακολουθήσει εκείνο το τετράπτυχο των Ελληνικών, την αλήθεια της φύσης, την ηθική της γνώσης, την αποθέωσης της εμορφιάς και κυρίως τούτο: την αγάπη στον άνθρωπο...

Αυτό είναι το δικό μας μήνυμα των "χριστουγέννων". Η γέννηση του αληθινού εαυτού μας, η γέννηση του νέου ανθρώπου. Η έξοδος από τη σπηλιά του Πολύφημου. Και από το σκοτάδι στο φως.

Καλά ταξίδια λοιπόν σας ευχόμαστε με το νέο χρόνο. Γεμάτα περιπέτεις, γεμάτα γνώσεις. Με αρετή και εντιμότητα. Θυσιάζοντας στην εμορφιά και υπηρετώντας τον άνθρωπο. Πώς αλλιώς;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Έλληνες θα ειπεί...






Να μαζεύονται οι φίλοι, να πίνουν κρασί και να τραγουδάνε...

Προβολές σελίδων τον προηγούμενο μήνα